ὅμευνος

Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον,

   A sleeping together, partner of the bed, both of the man and woman, Maiist.3, AP7.735 (Damag.), Nic.Th.131, Man.3.148.

German (Pape)

[Seite 330] von gemeinschaftlichem Lager, zusammenschlafend, Gatte, Gattinn, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμευνος: -ον, ὁ ὁμοῦ κοιμώμενος, μετέχων τῆς αὐτῆς εὐνῆς ἢ κοίτης, ἐπί τε τοῦ ἀνδρὸς καὶ ἐπὶ τῆς γυναικός, Νικ. Θηρ. 131, Ἀνθ. Π. 7, 735, Μανέθων 3. 148.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui partage sa couche avec un autre, époux, épouse.
Étymologie: ὁμός, εὐνή.

Greek Monotonic

ὅμευνος: -ον (εὐνή), σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, λέγεται και για άντρα και για γυναίκα, σε Ανθ.