ὀψώνης

Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὄψον)

   A one who buys fish or victuals, caterer, purveyor, Ar.Fr.503, Alciphr.1.1:—also ὀψων-ητής, Arr.Epict.3.26.21, Tz.H.5.534.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, Zukost, bes. Fische tausend, = ὀψωνάτωρ, Ar. bei Ath. IV, 171 a u. Sp., vgl. Phryn.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψώνης: -ου, ὁ, (ὄψον) ὁ ἀγοράζων τρόφιμα, μάλιστα ἰχθῦς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 424, Ἀλκίφρων 1. 1, Ἀθήν. 171Α, Β· ― ὀψωνητὴς παρ’ Εὐστ. κ. Τζέτζ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait des provisions de bouche, maître-d’hôtel ; qui achète des poissons.
Étymologie: ὄψον, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

ὀψώνης, ὁ (Α)
αγοραστής τροφίμων, ιδίως ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, ψάρι» + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. οπωρ-ώνης].

Greek Monotonic

ὀψώνης: -ου, ὁ (ὄψον, ὠνέομαι), αυτός που αγοράζει ψάρι και τρόφιμα, προμηθευτής, σε Αριστοφ.