παμμήκης

Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ες,

   A very long, prolonged, γόοι S.OC 1609; λόγος Pl.Plt.286e; ῥήσεις Id.Phdr.268c; ἐν χρόνοις π. Arist. Mete.351b10: neut. as Adv., πάμμηκες διαφέρει ἔπαινος ἡδονῆς Max. Tyr.7.7.

German (Pape)

[Seite 453] ες, sehr lang; γόος, Soph. O. C. 1609; περὶ σμικροῦ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῖν, Plat. Phaedr. 268 c; Legg. I, 642 a; χρόνοι, Arist. meteor. 1, 14 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παμμήκης: -ες, λίαν μακρός, μακρότατος, γόος Σοφ. Ο. Κ. 1609· λόγος Πλάτ. Πολιτικ. 286Ε· π. ῥήσεις ποιεῖν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 268C· ἐν χρόνοις π. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 5.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
tout à fait long, très long.
Étymologie: πᾶν, μῆκος.

Greek Monolingual

παμμήκης, πάμμηκες (Α)
1. αυτός που έχει πολύ μεγάλο μήκος, μακρότατος, ατελείωτος («περὶ σμικροῡ πράγματος ῥήσεις παμμήκεις ποιεῑν», Πλάτ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πάμμηκες
σε μεγάλο μήκος, υπερβολικά, πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -μήκης (< μῆκος)].

Greek Monotonic

παμμήκης: -ες (μῆκος), πολύ μακρύς, μακρύτατος, σε Σοφ., Πλάτ.