Πάρος

Revision as of 00:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A Paros, h.Ap.44, Cer.491 :—Adj. Πάριος, α, ον, Πάριος λίθος Parian marble, Pi.N.4.81, Hdt.3.57 ; ἡ Παρία λύγδος D.S.2.52.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Paros, une des Cyclades.
Étymologie: ?

English (Slater)

Πᾰρος the island. μνάσθηθ' ὅτι τοι ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο ἄνακτι βωμὸν (sc. Ἡρακλέης) fr. 140a. 63 (37), cf. titulum, Πα. 1. 3, ]ΑΡΙΟΙΣ[.

Greek Monotonic

Πάρος: [ᾰ], ἡ, Πάρος, νησί των Κυκλάδων, γνωστή για το λευκό της μάρμαρο, σε Ομηρ. Ύμν.· επίθ. Πάριος, , -ον, Πάριος λίθος, το Παριανό μάρμαρο, σε Πίνδ., Ηρόδ.