προσσυκοφαντέω

Revision as of 01:29, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A slander besides, D.55.29 (sed leg. divisim).

German (Pape)

[Seite 780] noch dazu verleumden, τοὺς ἠδικημένους, Dem. 55, 29.

Greek (Liddell-Scott)

προσσῡκοφαντέω: συκοφαντῶ προσέτι, Δημ. 280. 2· κάλλιον διῃρημένως.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accuser ou calomnier en outre.
Étymologie: πρός, συκοφαντέω.

Greek Monotonic

προσσῡκοφαντέω: μέλ. -ήσω, συκοφαντώ επιπλέον, σε Δημ.