συμφυσάω

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A blow together, metaph., εἰς ταὐτὸν (τὸ λεγόμενον) συμφυσῆσαι blow (as the saying is) together, i.e. work together, Pl.Lg. 708d:—Pass., of the wind, blow at the same time, Plu.Sert. 17.    II weld together, συντῆξαι καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτό Pl. Smp.192d:—Pass., Arist.Cael.304a21: metaph., contrive, ταῦτ' ἐφ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα Ar.Eq.468 (cf. Sch.).

German (Pape)

[Seite 993] zusammenblasen; ταῦτ' ἐφ' οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, Ar. Equ. 466, Schol. κατασκευαζόμενα, eigtl. vom Schmiede entlehnt, für μηχανώμενα. Uebertr., sprichwörtlich τὸ συμπνεῦσαι καὶ καθ' ἕνα εἰς ταὐτόν, τὸ λεγόμενον ξυμφυσῆσαι, Plat. Legg. IV, 708 d, wie wir sagen in ein Horn blasen, d. i. zusammenstimmen. – Im eigtl. Sinne von einem Winde: ἐξ ὑγρῶν πεδίων καὶ νιφοβόλων συμφυσώμενος ὀρῶν, Plut. Sertor. 17, er entsteht und bläs't daher.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῡσάω: φυσῶ ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 5, 7, ἐν τῷ παθ.· ― ἐντεῦθεν ὡς τὸ Λατιν. conflare, μηχανῶμαι, κατασκευάζω, ταῦτ’ ἐφ’ οἷσίν ἐστι συμφυσώμενα, «κατασκευαζόμενα· ἐπὶ τίνι συμπνέουσι καὶ ὁμοφωνοῦσιν ὅτι Κλέων καὶ Λακεδαιμόνιοι, φησὶν αὐτοὺς οὐκ ἀγνοεῖν» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 468. ΙΙ. μεταφ., εἰς ταὐτὸν (τὸ λεγόμενον) ξυμφυσῆσαι, νὰ φυσήσῃ τις (ὡς λέγει ἡ παροιμία) εἰς τὸ αὐτὸ κέρας, δηλ. νὰ συνεργασθῇ τις, Πλάτ. Νόμ. 708D. 2) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, φυσῶ, πνέω συγχρόνως, Πλουτ. Σερτώρ. 17.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
souffler en même temps.
Étymologie: σύν, φυσάω.

Greek Monotonic

συμφῡσάω: μέλ. -ήσω,
I. φυσώ μαζί, συμπνέω· απ' όπου, το Λατ. conflare, επινοώ, κατασκευάζω, μηχανεύομαι, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για τον άνεμο, φυσώ συγχρόνως, σε Πλούτ.