σύνερξις

Revision as of 01:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

εως, ἡ, (συνέργω)

   A forcing together, junction, ἐν τῇ σ. in close order of battle, D.C.50.32; ἡ τῶν γάμων σ. wedlock, Pl.Ti.18d: abs., Id.R.460a.    2 confinement, ἡ εἰς σῶμα σ. Porph.Sent.28, cf. Plu.Fr.6.2; ζῴων Porph.Abst.1.40.

German (Pape)

[Seite 1020] ἡ, Zusammendrängen, übh. Verbinden; Plat. Rep. V, 460 a; εἰς τὴν τῶν γάμων σύνερξιν, Tim. 18 d; Sp., wie D. Cass. 50, 32.

Greek (Liddell-Scott)

σύνερξις: ἡ, (συνέργω) σύγκλεισις, συμπύκνωσις, ἐν τῇ σ., ἐν πυκνῇ παρατάξει, Δίων Κ. 50. 32· τὴν τῶν γάμων σύνερξιν λάθρα μηχανᾶσθαι κλήροις τισίν; τὴν διὰ τῶν γάμων σύνδεσιν, Πλάτ. Τίμ. 18D· οὕτως, ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Α.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de resserrer ; resserrement ; particul. ordre de bataille en lignes serrées;
2 union.
Étymologie: συνέργω.

Greek Monolingual

-έρξεως, ἡ, Α συνέργω
στενή σύνδεση.

Greek Monolingual

-έρξεως, ἡ, Α συνέργω
στενή σύνδεση.

Greek Monotonic

σύνερξις: ἡ (συνέργω), στενή σύνδεση· ένωση με τα δεσμά του γάμου, σε Πλάτ.