σύνερξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, (συνέργω)
A forcing together, junction, ἐν τῇ συνέρξει = in close order of battle, D.C.50.32; ἡ τῶν γάμων σύνερξις wedlock, Pl.Ti.18d: abs., Id.R.460a.
2 confinement, ἡ εἰς σῶμα σύνερξις Porph.Sent.28, cf. Plu.Fr.6.2; ζῴων Porph.Abst.1.40.
German (Pape)
[Seite 1020] ἡ, Zusammendrängen, übh. Verbinden; Plat. Rep. V, 460 a; εἰς τὴν τῶν γάμων σύνερξιν, Tim. 18 d; Sp., wie D. Cass. 50, 32.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de resserrer ; resserrement ; particul. ordre de bataille en lignes serrées;
2 union.
Étymologie: συνέργω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνερξις -εως, ἡ [συνέργω] vereniging, verbinding.
Russian (Dvoretsky)
σύνερξις: εως ἡ соединение, сочетание Plat.: ἡ τῶν γάμων σύνερξις Plat. заключение браков.
Greek Monolingual
-έρξεως, ἡ, Α συνέργω
στενή σύνδεση.
Greek Monotonic
σύνερξις: ἡ (συνέργω), στενή σύνδεση· ένωση με τα δεσμά του γάμου, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σύνερξις: ἡ, (συνέργω) σύγκλεισις, συμπύκνωσις, ἐν τῇ σ., ἐν πυκνῇ παρατάξει, Δίων Κ. 50. 32· τὴν τῶν γάμων σύνερξιν λάθρα μηχανᾶσθαι κλήροις τισίν; τὴν διὰ τῶν γάμων σύνδεσιν, Πλάτ. Τίμ. 18D· οὕτως, ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Α.