τρυχηρός

Revision as of 02:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ά, όν,

   A ragged, tattered, worn out, τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν . . χρόα λακίσματα E.Tr.496.    II wearing, tormenting, grievous, τρυχηρᾷ καὶ πολυμερίμνῳ βασάνῳ περιπεσόντες Vett. Val.109.1.

Greek (Liddell-Scott)

τρυχηρός: -ά, -όν, ῥακώδης, «κουρελιασμένος», τρυχηρὰ περὶ τρυχηρὸν χρόα λακίσματα Εὐρ. Τρῳ. 496.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
usé, déchiré.
Étymologie: τρύχω.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος
2. βασανιστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. λυπ-ηρός, τολμ-ηρός)].

Greek Monotonic

τρῡχηρός: -ά, -όν (τρῦχος), ρακώδης, κουρελιασμένος, σε Ευρ.