ὑπερπαλύνω

Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A overspread or smear over, ὑπὲρ καλαμῖδα παλύνας AP 10.11 (Satyr.).

German (Pape)

[Seite 1200] überstreuen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερπαλύνω: ἐπιπάσσω, «πασπαλίζω» ὑπεράνω, Ἀνθ. Παλ. 10. 11.

French (Bailly abrégé)

répandre par-dessus.
Étymologie: ὑπέρ, παλύνω.

Greek Monolingual

Α
σκορπίζω από πάνω, πασπαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + παλύνω «ραντίζω, πασπαλίζω»].

Greek Monotonic

ὑπερπᾰλύνω: σκορπίζω, χύνω ή διασκορπίζω, διασπείρω, σε Ανθ.