παλύνω

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλύνω Medium diacritics: παλύνω Low diacritics: παλύνω Capitals: ΠΑΛΥΝΩ
Transliteration A: palýnō Transliteration B: palynō Transliteration C: palyno Beta Code: palu/nw

English (LSJ)

A strew, sprinkle, λεύκ' ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον (i.e. sprinkled in water, expld. by Sch. ἔμασσον, ἔφυρον) Il.18.560; ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν Od.10.520, cf. 11.28, etc.; τι ἐπί τινι S.Ant.247.
II bestrew, besprinkle, with dat. of the thing sprinkled, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Od. 14.429:—Pass., ἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται Theoc.4.28.
2 of liquids, κάρην ἱδρῶτι παλῦναι D.P.1049.
3 besmear, ἰξῷ AP10.11 (Satyr.), cf. A.R. 3.1256 (Pass.).
III cover lightly, χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας Il.10.7; νιφετῷ δ' ἐπαλύνετο πάντα A.R.3.69.

German (Pape)

[Seite 453] streuen, aufstreuen; ἄλφιτα, Mehl aufstreuen, Il. 18, 560 Od. 10, 520. 11, 28. 14, 77; – bestreuen, ἀλφίτου ἀκτῇ, mit Mehl bestreuen, Od. 14, 429, beim Opfer gebräuchlich; χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας, Schnee bestreu'te die Gefilde, Il. 10, 7, wie Ap. Rh. νιφετῷ δ' ἐπαλύνετο πάντα, 3, 69; νιφάδεσσι παλυνομένη ὄρνις, Alph. 12 (IX, 95); κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας, Soph. Ant. 247; χἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται, Theocr. 4, 28; παλύνας ἰξῷ, bestreichen, Ep. ad. 173 (X, 11).

French (Bailly abrégé)

1 répandre, secouer (de la farine, de la poussière);
2 avec un suj. de ch. couvrir, en parl. d'une chose répandue (neige, etc.), acc..
Étymologie: πάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλύνω [~ πάλη] strooien:; ἄλφιτα λευκὰ πάλυνεν hij strooide wit meel Od. 14.77; met ἐπί + dat.: ἐπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν π. dorstig stof over zijn huid strooien Soph. Ant. 247. bestrooien:. ὅτε πέρ τε χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας wanneer sneeuw de akkers bestrooit Il. 10.7.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλύνω: (ῡ)
1 сыпать, насыпать (ἄλφιτα λευκά Hom.; κόνιν ἐπὶ χρωτί Soph.): π. ἀλφίτου ἀκτῇ Hom. посыпать (свиную тушу) зернистой мукой;
2 покрывать (χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας Hom.; καλαμῖδα ἰξῷ Anth.; εὐρῶτι παλύνεσθαι Theocr.).

English (Autenrieth)

ipf. (ἐ)πάλῦνε, aor. part. παλύνᾶς: strew, sprinkle; ἄλφιτα, ἀλφίτου ἀκτῇ τι, Od. 14.429; of snow, Il. 10.7.

Greek Monolingual

παλύνω (Α)
1. επιτάσσω, πασπαλίζω με κάτι («διψίαν κόνιν παλύνας», Σοφ.)
2. ραντίζω κάτι με υγρό («κάρην ἱδρῶτι παλῡναι», Δίον. Περ.)
3. αλείφω, χρίω
4. (για το χιόνι) καλύπτω ελαφρά («χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλη (ΙΙ) «λεπτό αλεύρι» + επίθημα -υνjω (πρβλ. αμαλδύνω, αμαθύνω)].

Greek Monotonic

πᾰλύνω: [ῡ], Επικ. παρατ. πάλῡνον, (πάλλω
I. σκορπίζω ή πασπαλίζω, ἄλφιτα παλύνειν, σε Όμηρ.
II. 1. σκουπίζω ή πασπαλίζω κάτι, με δοτ. του πράγμ. που σκορπίζεται, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για υγρά, ἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται, σε Θεόκρ.
III. πασπαλίζω, καλύπτω απαλά, χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλύνω: (πάλλω) ἐπιπάσσω ἐπί τινος, πασπαλίζω, μετ’ αἰτ. τοῦ πράγμ. ὅπερ ἐπιπάσσεται, λεύκ’ ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον (κατὰ τὸν Σχολιαστ. «πάλυνον, ἐνέμισγον, ἔμασσον»), Ἰλ. Σ. 560· ἐπὶ δ’ ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν Ὀδ. Κ. 520, πρβλ. Λ. 28, κτλ.· τι ἐπί τινι Σοφ. Ἀντ. 247. ΙΙ. ἐπιπάσσω, πασπαλίζω τι, μετὰ δοτ. τοῦ ἐπιπασσομένου πράγματος, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Ὀδ. Ξ. 429. 2) ἐπὶ ὑγρῶν, ῥαντίζω, ὑγραίνω, κάρην ἱδρῶτι παλῦναι Διον. Π. 1049, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1259· οὕτως ἐν τῷ παθ., ἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται Θεόκρ. 4. 28. 3) ἀλείφω, χρίω, ἰξῷ Ἀνθ. Π. 10. 11. ΙΙΙ. ἐπιπάσσω, καλύπτω ἐλαφρῶς, μετ’ ὀνομ. τοῦ πράγματος, χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας Ἰλ. Κ. 6· νιφετῷ δ’ ἐπαλύνετο πάντα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 69.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to disperse flour etc., to besprinkle with flour, dust, snow a.o. (Il.).
Other forms: Aor. παλῦναι.
Compounds: Rarely w. ἀμφι-, δια-, ύπερ-.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Without doubt cognate with 2. πάλη fine flour; whether as directe derivation of it or from an unattested υ -Stamm, is uncertain, cf. Fraenkel Denom. 38 f. u. 286, Schwyzer 733. Other hypotheses in WP. 2, 59 a. 55, W.-Hofmann s. palea and puls.

Middle Liddell

πᾰλύ¯νω, πάλλω
I. to strew or sprinkle, ἄλφιτα παλύνειν Hom.
II. to bestrew, besprinkle, with dat. of the thing sprinkled, παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ Od.
2. of liquids, ἁ σῦριγξ εὐρῶτι παλύνεται Theocr.
III. to sprinkle, cover lightly, χιὼν ἐπάλυνεν ἀρούρας Il.

Frisk Etymology German

παλύνω: {palúnō}
Forms: Aor. παλῦναι,
Grammar: v.
Meaning: ‘Mehl usw. streuen, mit Mehl, Staub, Schnee u.a. bestreuen’ (ep. poet. seit Il.).
Composita: ganz vereinzelt m. ἀμφι-, δια-, ύπερ-,
Etymology: Ohne Zweifel mit 2. πάλη feines Mehl verwandt; ob als direkte Ableitung davon auf -ύνω oder von einem unbelegten v -Stamm, muß dahingestellt bleiben, vgl. Fraenkel Denom. 38 f. u. 286, Schwyzer 733. Andere Hypothesen bei WP. 2, 59 u. 55, W.-Hofmann s. palea und puls.
Page 2,470