ὑποδιδάσκαλος

Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ὁ,

   A under-teacher, of a chorus, Pl.Ion536a; ὑ. τραγικός SIG692A31 (Delph., ii B. C.), al.: generally, Cic.Fam.9.18.4.

German (Pape)

[Seite 1215] ὁ, Unterlehrer, zweiter Lehrer, bes. beim Chor, Plat. Ion 536 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδῐδάσκᾰλος: ὁ, δευτερεύων διδάσκαλος, οἷον χοροῦ, Πλάτ. Ἴων 536Α, Κικ. Fam. 9. 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sous-instructeur, sous-maître, maître adjoint.
Étymologie: ὑπό, διδάσκαλος.

Greek Monolingual

ο / ὑποδιδάσκαλος, ΝΑ
νεοελλ.
(παλαιότερα) κατώτερος βαθμός δασκάλου σε σχολεία με μικρό αριθμό μαθητών, γραμματοδιδάσκαλος
αρχ.
δευτερεύων δάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + διδάσκαλος.

Greek Monotonic

ὑποδῐδάσκαλος: ὁ, δευτερεύων διδάσκαλος, του χορού, σε Πλάτ.