ὑποδιδάσκαλος
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
English (LSJ)
ὁ, under-teacher, of a chorus, Pl.Ion536a; ὑ. τραγικός SIG692A31 (Delph., ii B. C.), al.: generally, Cic.Fam.9.18.4.
German (Pape)
[Seite 1215] ὁ, Unterlehrer, zweiter Lehrer, bes. beim Chor, Plat. Ion 536 a.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sous-instructeur, sous-maître, maître adjoint.
Étymologie: ὑπό, διδάσκαλος.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδῐδάσκᾰλος: ὁ младший преподаватель, помощник учителя Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδῐδάσκᾰλος: ὁ, δευτερεύων διδάσκαλος, οἷον χοροῦ, Πλάτ. Ἴων 536Α, Κικ. Fam. 9. 18.
Greek Monolingual
ο / ὑποδιδάσκαλος, ΝΑ
νεοελλ.
(παλαιότερα) κατώτερος βαθμός δασκάλου σε σχολεία με μικρό αριθμό μαθητών, γραμματοδιδάσκαλος
αρχ.
δευτερεύων δάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + διδάσκαλος.
Greek Monotonic
ὑποδῐδάσκαλος: ὁ, δευτερεύων διδάσκαλος, του χορού, σε Πλάτ.