χειροδίκης

Revision as of 02:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ῐ], ον, ὁ,

   A one who asserts his right by hand, uses the right of might, Hes. Op.[189].

German (Pape)

[Seite 1345] ὁ, 1) der sein Recht mit den Händen geltend macht, das Faustrecht übt, Hes. O. 191. – 2) der das Recht handhabt, verwaltet.

Greek (Liddell-Scott)

χειροδίκης: [ῐ], -ου, ὁ, ἐπιβάλλων τὰ δικαιώματά του διὰ τῶν χειρῶν του, διὰ τῆς βίας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 187. -Παρὰ Σουΐδ. καὶ χειροδίκαιος, α, ον.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
dont le droit est le droit des mains, càd de la force.
Étymologie: χείρ, δίκη.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός που ασκεί χειροδικία, που παίρνει το δίκιο του με το χέρι του (α. «ἦν δὲ καὶ τοῑς κατειπεῑν ἔχουσι τῶν χειροδικῶν εὐέντευκτος», Νικ. Χων.
β. «οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῡσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῑεν, χειροδίκαι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -δίκης (< δίκη), πρβλ. εἰρηνο-δίκης].

Greek Monotonic

χειροδίκης: [ῐ], -ου, ὁ (δίκη), κάποιος που επιβάλλει το δίκιο του με τα χέρια, χρησιμοποιεί το δίκαιο της πυγμής, σε Ησίοδ.