χωλεία

Revision as of 02:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ,

   A lameness, Pl.Hp.Mi.37;d, Luc.Vit.Auct.21, Plot. 5.9.10.

German (Pape)

[Seite 1386] ἡ, das Lahmsein, Hinken, die Lahmheit; ποδῶν Plat. Hipp. min. 374 c; Luc. vit. auct. 22.

Greek (Liddell-Scott)

χωλεία: ἡ, χωλότης, τὸ εἶναι χωλόν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 374C, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
claudication.
Étymologie: χωλός.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ χωλεύω
χωλότητα.

Greek Monotonic

χωλεία: ἡ, αναπηρία, σε Πλάτ., Λουκ.