χωλεύω
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
A to be lame or become lame, halt, limp, Il.18.411,417, 20.37, X.HG3.3.3, Porph. ap. Eus.PE3.11.
2 metaph., to be maimed, i.e. be defective, be imperfect, χωλεύει ἡ ζωὴ τῷ φαύλῳ = the life of the lowly is incomplete Plot.1.7.3; ἂν [ἡ πόλις] τούτῳ χωλεύῃ τῷ μέρει Lib.Or.47.10, cf. 59.33, Max.Tyr.20.6, Them.Or.6.75d; ὁ νόμος ἐχώλευεν = the law was imperfect Palaeph.50; κατὰ τὴν ἰατρικήν Gal.15.396.
II trans., make lame, Hp.Mul.1.4, S.E.P.3.217:—Pass., to be lame or become lame, Luc.Sacr.6; and, generally, to be maimed or be imperfect, Pl.Phdr.248b.
German (Pape)
[Seite 1386] lahmen, lahm sein, hinken; Il. 17, 411. 417. 20, 37; Xen. Hell. 3, 3,3. – Auch trans., lähmen, lahm machen, übertr. ψυχαὶ χωλεύονται, Plat. Phaedr. 248 b.
French (Bailly abrégé)
être boiteux, boiter.
Étymologie: χωλός.
Russian (Dvoretsky)
χωλεύω:
1 быть хромым, хромать Hom., Xen.;
2 делать хромым, увечить (τινά Sext.): χωλεύεσθαι Plat. становиться хромым; χωλευθῆναι ἀπὸ τοῦ πτώματος Luc. стать хромым вследствие падения.
Greek (Liddell-Scott)
χωλεύω: εἶμαι ἢ γίνομαι χωλός, χωλαίνω, «κουτσαίνω», Ἰλ. Σ. 411, 417, Φ. 37, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 3· ― καθόλου, εἶμαι ἀτελής, οὐχὶ πλήρης, Θεμίστ. 75D· περί τι Ἄννα Κομν. 1. 268. ΙΙ. μεταβ., καθιστῶ τινα χωλόν, Ἱππ. 592, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3, 217. ― Παθ., εἶμαι χωλός, Λουκ. π. Θυσ. 6· καὶ καθόλου, εἶμαι ἀνάπηρος ἢ ἀτελής, Πλάτ. ἐν Φαίδρω 248C. ― Πρβλ. χωλαίνω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ΜΑ χωλός
μτφ. είμαι ατελής, έχω βασικές ελλείψεις, είμαι ελαττωματικός («πρὸς τὴν πίστιν χωλεύειν», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. χωλαίνω, καθιστώ κάποιον χωλό («αἱ ἀμαζόνες καὶ ἐχώλευον τὰ ἄρρενα τῶν παρ' αὐταῖς γεννωμένων», Σέξτ. Εμπ.)
2. (αμτβ.) είμαι χωλός, κουτσαίνω («Ἥφαιστος δ' ἅμα τοῖσι κίε, σθένεϊ
βλεμεαίνων, χωλεύων...», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
χωλεύω:I. είμαι ή γίνομαι κουτσός, κουτσαίνω, χωλαίνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
II. μτβ., καθιστώ κάποιον κουτσό — Παθ., κουτσαίνομαι, είμαι κουτσός, σε Λουκ.· γενικά, είμαι ακρωτηριασμένος ή σακατεμένος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
I. to be or become lame, to halt, limp, Il., Xen.
II. trans. to make lame:— Pass. to be lame, Luc.: generally, to be maimed or imperfect, Plat.