διειδής

Revision as of 05:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές, (διεῖδον)

   A transparent, clear, Thphr.CP6.19.2, Ael.NA 4.30, Philostr.Ep.33; ποταμοί Max. Tyr.36.1: Sup., Luc.Bacch.6.

German (Pape)

[Seite 617] ές, durchsichtig, hell, ὕδωρ, Theophr. u. Luc. Bacch. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διειδής: -ές, (διεῖδον) διαφανής, διαυγής, καθαρός, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 6. 19, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
transparent, limpide.
Étymologie: *διείδω.

Spanish (DGE)

-ές
1 transparente, clarodel agua, Pythag.Ep.2.3, Thphr.CP 6.19.2 (cód.), Luc.Bacch.6, Aesop.26, cf. Q.S.10.144, ποταμοί Max.Tyr.36.1, ἤλεκτρον Q.S.5.625, ἔλαιον Ael.NA 4.30, cf. Hsch.
subst. τὸ δ. transparencia, limpidez (ὑελοῦ ἐκπωμάτων) Philostr.Ep.33
fino sup. χάρται Lyd.Mag.3.14, λίνοι Lyd.Mag.3.64
translúcido de la materia anímica Corp.Herm.Fr.23.14
fig. puro, limpio del ojo, Chrys.M.58.791, τὸ διειδὲς νᾶμα τοῦ βίου Basil.M.31.561B.
2 fig. inteligible de las palabras, Clem.Al.Strom.6.15.116, ἡ διειδεστάτη φωνή la voz más clara dicho del apóstol Pablo, Gr.Nyss.M.46.1152A.

Greek Monolingual

διειδής, -ές (AM)
διαφανής, καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α)- + -ειδής < είδος].

Russian (Dvoretsky)

διειδής: прозрачный (ὕδωρ Luc.).