ὑπεκρίπτω

Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A dislodge by intrigue, 'elbow out of . . ' Id.Comp.Ages.Pomp.1.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. ῥίπτω), darunter od. heimlich herauswerfen, τινός, Plut. Ages. et Pomp. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκρίπτω: ἐκρίπτω κάτωθέν τινος, τινὰ ἔκ τινος Πλουτ. Ἀγησ. Κ. Πομπ. Σύγκρ. 1.

French (Bailly abrégé)

jeter secrètement hors de.
Étymologie: ὑπό, ἐκρίπτω.

Greek Monolingual

Α
εκτοπίζω, εκδιώκω κάποιον με ύπουλο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκρίπτω «ρίχνω έξω»].

Greek Monotonic

ὑπεκρίπτω: μέλ. -ψω, αποβάλλω, ρίχνω, πετάω κάτω από, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκρίπτω: выкидывать прочь, выгонять (τινά Plut.).