ὑπεκρίπτω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
dislodge by intrigue, 'elbow out of.. ' Id.Comp.Ages.Pomp.1.
German (Pape)
[Seite 1186] (s. ῥίπτω), darunter od. heimlich herauswerfen, τινός, Plut. Ages. et Pomp. 1.
French (Bailly abrégé)
jeter secrètement hors de.
Étymologie: ὑπό, ἐκρίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεκρίπτω: выкидывать прочь, выгонять (τινά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκρίπτω: ἐκρίπτω κάτωθέν τινος, τινὰ ἔκ τινος Πλουτ. Ἀγησ. Κ. Πομπ. Σύγκρ. 1.
Greek Monolingual
Α
εκτοπίζω, εκδιώκω κάποιον με ύπουλο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκρίπτω «ρίχνω έξω»].
Greek Monotonic
ὑπεκρίπτω: μέλ. -ψω, αποβάλλω, ρίχνω, πετάω κάτω από, σε Πλούτ.