κόσος

Revision as of 06:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

η, ον, Ion.for πόσος.

German (Pape)

[Seite 1493] η, ον, ion. = πόσος.

Greek (Liddell-Scott)

κόσος: -η, -ον, Ἰων. καὶ Αἰολ. πόσος· ὡς κότε,..κοῦ, κω, κῶς, ἀντὶ πότε, ποῦ, πω, πῶς, οὕτω ὁκόσος, ὁκότερος, ὁκότε, ὅκως, κοῖος, ἀντὶ ὁπόσος, ὁπότερος, ὁπότε, ὅπως, ποῖος. ― Πρβλ. πόσος ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
ion. c. πόσος.

Greek Monolingual

κόσος, -η, -ον (Α)
(ιων. και αιολ. τ.) βλ. πόσος.

Greek Monotonic

κόσος: -η, -ον, Ιων. και Αιολ. αντί πόσος.

Russian (Dvoretsky)

κόσος: ион. = πόσος.