κοῖος
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
(A), η, ον, Ion. for ποῖος, α, ον.
(B), ὁ, Maced. for ἀριθμός, Ath.10.455e.
II Carian for πρόβατον, Sch.Il.14.255.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ποῖος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοῖος -η -ον Ion. voor ποῖος.
German (Pape)
1 ον, ion. = ποῖος, Her.
2 ὁ, makedon. = ἀριθμός, Ath. X.455d.
Russian (Dvoretsky)
κοῖος: ион. Her. = ποῖος.
Greek (Liddell-Scott)
κοῖος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ποῖος, -α, -ον, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
(I)
κοῑος, -η, -ον (Α)
βλ. ποίος.
(II)
κοῑος, ὁ (Α)
(μτγν
και σχόλ.)
1. (στους Μακεδόνες) ο αριθμός («Μακεδόνες δὲ τὸν ἀριθμὸν κοῖον προσαγορεύουσι», Αθήν.)
(στους Κάρες) το πρόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεσή του με τη λ. κοῖον είναι πολύ αβέβαιη].
Greek Monotonic
κοῖος: -η, -ον, Ιων. αντί ποῖος, -ος, -ον.