κοῖος
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
English (LSJ)
(A), η, ον, Ion. for ποῖος, α, ον.
(B), ὁ, Maced. for ἀριθμός, Ath.10.455e.
II Carian for πρόβατον, Sch.Il.14.255.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ποῖος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοῖος -η -ον Ion. voor ποῖος.
German (Pape)
1 ον, ion. = ποῖος, Her.
2 ὁ, makedon. = ἀριθμός, Ath. X.455d.
Russian (Dvoretsky)
κοῖος: ион. Her. = ποῖος.
Greek (Liddell-Scott)
κοῖος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ τοῦ ποῖος, -α, -ον, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
(I)
κοῑος, -η, -ον (Α)
βλ. ποίος.
(II)
κοῑος, ὁ (Α)
(μτγν
και σχόλ.)
1. (στους Μακεδόνες) ο αριθμός («Μακεδόνες δὲ τὸν ἀριθμὸν κοῖον προσαγορεύουσι», Αθήν.)
(στους Κάρες) το πρόβατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεσή του με τη λ. κοῖον είναι πολύ αβέβαιη].
Greek Monotonic
κοῖος: -η, -ον, Ιων. αντί ποῖος, -ος, -ον.