ἀργυρεύω

Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A dig for silver, D.S.5.36, Str.3.2.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρεύω: σκάπτω πρὸς εὕρεσιν ἀργύρου, Διόδ. 5. 30, Στράβ. 147.

French (Bailly abrégé)

exploiter une mine d’argent.
Étymologie: ἄργυρος.

Spanish (DGE)

explotar minas de plata Posidon.239, D.S.5.36.

Greek Monolingual

ἀργυρεύω, (Α) άργυρος
σκάβω για να βρω άργυρο.

Greek Monotonic

ἀργῠρεύω: μέλ. του -σω, σκάβω για να βρω ασήμι, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρεύω: добывать серебро Diod.