ἐλαιοχριστία

Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἡ,

   A supply of oil for anointing, D.L. 5.71 (codd. ἐλαιοχρηστία, use of oil):—also ἐλαιο-χρείστιον, (-χρ (ε) ίστιον) IG12(9).236.17 (Eretria), Ath.Mitt.33.382 (Pergam.),JHS9.231 (Paphos):— Boeot. ἐληοχρίστιον, BCH26.156 (Thespiae); tax levied for this purpose, Ostr.Strassb.178 (ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, das Salben mit Oel, D. L. 5, 71, wo die mss. ἐλαιοχρηστία, ἡ, Oelgebrauch, haben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοχριστία: ἡ, ἡ δι’ ἐλαίου χρῖσις, ἐπανορθωθὲν ὑπὸ Βουδαίου ἐν Διογ. Λ. 5. 71 (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἐλαιοχρηστία, χρῆσις ἐλαίου)· ― οὕτως ἐληοχριστήριον, τό, ἀγγεῖον χρήσιμον πρὸς τοιοῦτον σκοπόν, Keil Ἐπιγραφ. σ. 73.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
suministro, provisión de aceitepara ungirse en el gimnasio, D.L.5.71 (= Lyco 15).

Greek Monolingual

ἐλαιοχριστία, η (Α)
παροχή ελαίου για επάλειψη τών αθλητών που ασκούνταν στην παλαίστρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐλαιοχριστία: ἡ смазывание оливковым маслом Diog. L.