ἐξερεύγομαι

Revision as of 07:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A vomit forth, πλῆθος βατράχων LXXWi.19.10, al.; ἀφρόν, of honey when boiled, Gal.6.273: metaph., λόγον ἀγαθόν LXXPs.44(45).1.    II of a tumour, break out, Hp.Prorrh.1.168.    III Med. or Pass., of rivers, empty themselves, Hdt.1.202, Arist.HA603a14, D.H.1.9, etc.; of veins, discharge, Hp.Oss.14. (Cf. ἐξερυγγάνω.)

Greek Monolingual

(AM ἐξερεύγομαι) ερεύγομαι
βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ)
μσν.
ρουφῶ
(«κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα»)
αρχ.
1. (για όγκο) ανοίγω
2. (για ποταμό) εκβάλλω
3. (για φλέβα) αδειάζω.

Greek Monotonic

ἐξερεύγομαι: Παθ., λέγεται για ποτάμια, εκβάλλω, χύνομαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξερεύγομαι: 1) изливаться Arst.: ὁ ποταμὸς ἐξερεύγεται στόμασι τεσσεράκοντα Her. река впадает (в море) сорока устьями;
2) физиол. очищаться (διὰ τὸ σῶμα ἐξερεύγεσθαι Arst.).