ζυγωθρίζω

Revision as of 07:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A weigh, examine, Ar.Nu.745, acc. to Sch.: but acc. to Poll.10.26 from ζύγωθρον (the bar of a door), lock up.

German (Pape)

[Seite 1141] unter Schloß u. Riegel legen, Ar. Nubb. 735; Poll. 10, 26. Von

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγωθρίζω: (ζυγὸν IV.) ζυγίζω, ἐξετάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 745, κατὰ τὸν Σχολ., ἀλλὰ κατὰ τὸν Εὐστ. 1550. 13, ἐκ τοῦ ζύγωθρον (ὁ τῆς θύρας μοχλός), κλείω, «μανδαλώνω», πρβλ. Πολυδ Ι΄, 26.

French (Bailly abrégé)

peser ; sel. d’autres mettre sous les verrous, enfermer.
Étymologie: ζυγόν, ὠθέω.

Greek Monolingual

ζυγωθρίζω (Α) ζύγωθρο
1. ζυγίζω, κρίνω, εξετάζω
2. κλείνω, μανταλώνω.

Greek Monotonic

ζῠγωθρίζω: (βλ. ζυγόν IV), σταθμίζω, υπολογίζω, εξετάζω, «ζυγίζω» τα πράγματα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγωθρίζω: (мысленно) взвешивать, обдумывать (τῇ γνώμῃ κίνησον αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον Arph.).