Σφίγξ

Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ἡ, gen. Σφιγγός, Boeot. φίξ, Φῑκός:—Sphinx,

   A Φῖκ' ὀλοήν Hes.Th.326 (where the Boeot. form Φίξ is given by Sch., cf. Pl. Cra.414d), cf. Apollod.3.5.8; on the riddle of the S. guessed by Oedipus, Ath.10.456b, Arg.S.OT, A.Frr.235-7, E.Ph.1507 (anap.), cf. Sch.E.Ph.45, Str.17.1.28,32; cf. ἀνδρόσφιγξ; σφίγγες καὶ γρῦπες as ornaments of a precinct of Dionysus, Hdt.4.79; Sphinxes on a shield, E.El.471 (lyr.).    2 metaph. of rapacious persons, Anaxil.22, Carm.Pop.46.24,33; Μεγαρικαὶ σ., = πόρναι, Call. Com.23: also of those who speak riddles, Σφίγγ' ἄρρεν', οὐ μάγειρον Strato Com.1.1; ἡ ἀφροσύνη . . σ. ἐστιν Cebes 3.    II a kind of ape, found in Ethiopia, Agatharch.73, Artem. ap. Str.16.4.16, Plin.HN 8.72, Ael.NA16.15, and v. σφιγγίον 11. (The form Φίξ connects the name with Mount Φίκιον in Boeotia, cf. Sch.Hes. l.c., and is found in Plaut.Aul.701, Picis divitiis qui aureos montis colunt ego solus supero; cf. Non.p.222 L.; Βῖκας = Σφίγγας, Hsch. (Σφίγξ may be a later form); Σφίξ, gen. Σφικός, Choerob. (Sophronius) in Theod.p.400H.)

Greek (Liddell-Scott)

Σφίγξ: ἡ, γεν. Σφιγγός· (ἴδε ἐν τέλει) ― θῆλυ τέρας, θυγάτηρ τῆς Χιμαίρας καὶ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς Ὄρθρου, Ἡσ. Θεογ. 326 (ἔνθα ὁ Wolf ἀποκατέστησε τὸν Βοιωτ. τύπον Φίξ)· ἢ τῆς Ἐχίδνης καὶ τοῦ Τυφῶνος, Ἀπολλόδ. 3. 5, 8. Οἱ Τραγικοὶ παριστάνουσιν αὐτὴν ὡς προτείνουσαν αἴνιγμα εἰς τοὺς Θηβαίους καὶ φονεύουσαν πάντας τοὺς μὴ δυνάμενους νὰ λύσωσιν αὐτό· ἀλλ’ ὁ Οἰδίπους εὗρε τὴν λύσιν αὐτοῦ, καὶ τότε αὕτη ἀπέκτεινεν ἑαυτήν, ἴδε τὰς ὑποθέσεις εἰς Σοφ. Ο. Τ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 233-5. Ἐν ἔργοις τῆς τέχνης ἡ Σφὶγξ συνήθως παρίσταται ὡς ἔχουσα προτομὴν γυναικὸς ἐπὶ σώματος λεαίνης. Ὁ περὶ αὐτῆς μῦθος φαίνεται ὅτι ἦλθεν ἐξ Αἰγύπτου, ὅπου ἔτι καὶ νῦν σῴζεται ὑπερμεγέθης κεφαλὴ Σφιγγὸς μήπω καλυφθεῖσα ὑπὸ τῆς ἄμμου. Τὸ πάλαι ὑπῆρχον πολλαὶ ἄρρενές τε καὶ θήλεις, Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. Meineke εἰς Φιλήμ. σελ. 411· λέγεται δὲ ὅτι παρίστανον συμβολικῶς τὴν κατ’ ἔτος γινομένην ὑπερχείλισιν τοῦ Νείλου· ἐσχετίζοντο δὲ καὶ πρὸς τὴν μυστηριώδη λατρείαν τοῦ Βάκχου, Ἡρόδ. 4. 79. 2) μεταφορ. λέγεται ἐπὶ ἑταίρας, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 5, 22· ἐπὶ ἅρπαγος, Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 253Ε· ἐπὶ ἀνθρώπου αἰνιγματωδῶς ὁμιλοῦντος, Σφίγγ’ ἄρρεν’, οὐ μάγειρον εἰς τὴν οἰκίαν εἴληφ’· ἁπλῶς γὰρ οὐδὲ ἓν μὰ τοὺς θεοὺς ὅσ’ ἂν λέγῃ συνίημι Στράτων ἐν «Φοινικίδι» 1. 1· ἡ ἀφροσύνη... σφίγξ ἐστιν Κέβητος Πίναξ 3. ΙΙ. εἶδος πιθήκου ἀπαντῶντος ἐν τῇ Αἰθιοπικῇ, Ἀγαθάρχ. σελ. 50 Huds., Ἀρτεμίδ. παρὰ Στράβ. 775, Διόδ. Σικ. 3. 35, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 16. 15, καὶ ἴδε σφιγγία ΙΙ. (Πιθαν. ἐκ τοῦ σφίγγω, ὁ πνίγων, ὁ στραγγαλιστής. Διὰ τοῦ Αἰολικ. τύπου Φὶξ σχετίζεται τὸ ὄνομα πρὸς τὸ ὄρος Φίκιον ἐν Βοιωτίᾳ).

Greek Monolingual

-ιγγός, ἡ, ΜΑ
βλ. Σφίγγα.

Greek Monotonic

Σφίγξ: Σφιγγός, ἡ, Σφίγγα, θηλυκό μυθικό τέρας, θυγατέρα του Όρθρου και της αδελφής του Χίμαιρας, σε Ησίοδ.· οι Τραγ. την παριστάνουν να προτείνει ένα αίνιγμα στους Θηβαίους και να σκοτώνει όσους δεν κατόρθωναν να το λύσουν· ο Οιδίποδας το έλυσε και τότε εκείνη αυτοκτόνησε. (πιθ. από το σφίγγω, η Στραγγαλίστρα).

Russian (Dvoretsky)

Σφίγξ: Σφιγγός ἡ Сфинкс, «Душительница»
1) чудовище, дочь Химеры и Ортра Hes.;
2) чудовище с телом крылатого льва, дочь Тифона и Эхидны, обитавшая в скалах близ Фив Беотийских; всем проходившим мимо она загадывала загадка и пожирала тех, кто не умел их разгадать; один лишь Эдип разгадал ее загадки, после чего она бросилась в пропасть и погибла Soph., Eur.;
3) в Египте, священная фантастическая фигура с телом льва и головой человека Her.