δυστόχαστος

Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A hard to hit upon, καιρός Plu.Ant.28, cf. Dsc.Ther. Praef.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu treffen, καιρός, Plut. Anton. 28.

Greek (Liddell-Scott)

δυστόχαστος: -ον, δυσεπίτευκτος, καιρὸς Πλούτ. Ἀντ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à viser, à atteindre, càd à conjecturer.
Étymologie: δυσ-, στοχάζομαι.

Spanish (DGE)

v. δυσστόχαστος.

Greek Monotonic

δυστόχαστος: -ον (δυσ-, στοχάζομαι), δύσκολος στην επίτευξη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυστόχαστος: v. l. δυσστόχαστος 2 досл. в который трудно попасть, перен. трудно определимый (ὁ καιρός Plut.).