εὔπραξις

Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for εὐπραξία, A.Ag.255 (lyr . . sed scrib. divisim).

German (Pape)

[Seite 1090] ἡ, p., dasselbe, πέλοιτο δ' οὖν τἀπὶ τούτοισιν εὔπραξις Aesch. Ag. 246, was besser getrennt εὖ πρᾶξις zu schreiben; vgl. Lob. zu Phryn. p. 501.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπραξις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ εὐπραξία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 255· ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν 501 προτιμᾷ πέλοιτο… εὖ πρᾶξις, πρβλ. στ. 500,

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. εὐπραξία.
Étymologie: εὔπρακτος.

Greek Monolingual

εὔπραξις, ἡ (Α)
ευπραξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πράξις].

Greek Monotonic

εὔπραξις: ἡ, ποιητ. αντί εὐπραξία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔπραξις: εως ἡ Aesch. = εὐπραγία.