ευπραξία

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπραξία, Α και ιων. τ. εὐπρηξίη)
ευκινησία, προσαρμογή τών κινήσεων στον επιδιωκόμενο σκοπό
αρχ.
1. η ευπραξία
2. η καλή διαγωγή, το να πράττει κάποιος ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πραξία (< πράξις), πρβλ. απραξία, δυσπραξία].