εὐπραξία
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
Ion. εὐπρηξίη, ἡ,
A = εὐπραγία, good result, success Hdt.7.49,8.54, A.Th.224, S.OC1554, etc.: pl., E.Ion 566; also in codd. of Th.1.33, 3.39 (-πραγία Phot.): both forms in Arist., εὐπραγία Pol.1325a22, εὐπραξία EN1098b22.
2 epithet of Artemis at Tyndaris, IG14.375.
II good conduct, X.Mem.3.9.14, Arist.EN1140b7.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 bonheur, succès;
2 bonne conduite.
Étymologie: εὔπρακτος.
German (Pape)
ἡ, = εὐπραγία,
1 Glück im Handeln, überhaupt Glück, πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ Aesch. Spt. 206; Soph. O.C. 1554; Eur. oft, auch im plur., Ion 566; Her. in ion. Form εὐπρηξία, 8.54; Thuc. nur 1.33 und 3.39; sonst εὐπραγία (v. m. s.); Xen. und Sp.
2 das gut, recht Handeln, Arist. Eth. 6.5.4; die gute Handlung, Xen. Mem. 3.9.14.
Russian (Dvoretsky)
εὐπραξία: ион. εὐπρηξίη ἡ Her., Trag. etc. = εὐπραγία.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπραξία: Ἰων. εὐπραξίη, ἡ, = εὐπραγία, Ἡρόδ. 7. 49., 8. 54, Αἰσχύλ. Θήβ. 224, Σοφ. Ο. Κ. 1554, καὶ Εὐρ. ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἴων 566· ὡσαύτως ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Θουκ. 1. 33., 3. 39, ἂν καὶ παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς πεζολόγοις προτιμᾶται ὁ τύπος εὐπραγία· ἀμφότεροι οἱ τύποι εἶναι συχνοὶ παρὰ τῷ Ἀριστ. ἐν τῇ ἐκδ. Βεκκήρου. 2) ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 5613b. II. καλὴ διαγωγή, καλὸς τρόπος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 14. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 5. 4.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπραξία, Α και ιων. τ. εὐπρηξίη)
ευκινησία, προσαρμογή τών κινήσεων στον επιδιωκόμενο σκοπό
αρχ.
1. η ευπραξία
2. η καλή διαγωγή, το να πράττει κάποιος ορθά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πραξία (< πράξις), πρβλ. απραξία, δυσπραξία].
Greek Monotonic
εὐπραξία: Ιων. εὐπρηξίη, ἡ,
I. = εὐπραγία, σε Ηρόδ., Τραγ.
II. καλή διαγωγή, καλός τρόπος, σε Ξεν.
Middle Liddell
I. = εὐπραγία, Hdt., Trag.
II. good conduct, Xen.
English (Woodhouse)
happiness, prosperity, good circumstances, good fortune, good luck
Lexicon Thucydideum
laetus eventus, res secundae, happy outcome, success 1.33.2, 3.39.4.
Translations
success
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה