εὐπραγία

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρᾱγία Medium diacritics: εὐπραγία Low diacritics: ευπραγία Capitals: ΕΥΠΡΑΓΙΑ
Transliteration A: eupragía Transliteration B: eupragia Transliteration C: efpragia Beta Code: eu)pragi/a

English (LSJ)

Ion. εὐπρηγίη, ἡ, Eus.Mynd.59:—
A welfare, success, Pi.O.8.14, P.7.16, Antipho 2.4.9, Th.5.46, etc.: pl., Id.1.84,4.17, Pl.Lg.732c, Isoc.9.42.
II well doing, opp. mere success, Pl.Alc.1.116b, Euthd.281b; περὶ αὐλημάτων εὐπραγίαν = success in flute-music ib.279e, cf. Prt.345a; good deeds, services, Arist.Rh.1367a4 (pl.); cf. εὐπραξία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonheur, succès.
Étymologie: εὐπραγέω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρᾱγία: ἡ, τὸ εὖ πράττειν, εὐπραγεῖν, εὐημερεῖν, εὐτυχὴς ἔκβασις, εὐτυχία, Ἀντιφῶν 120. 14, Θουκ. 5. 46. κτλ.· ὡσαύτως ἐν Πινδ. Ο. 8. 18, Π. 7. 17· εὐπραξία, Ἰων, -ηξίη, (ὃ ἴδε), εἶναι ὁ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς Τραγ. ἐν χρήσει τύπος: - ὁ Θουκυδ. ἔχει τὸν πληθ. ἐν 1. 84., 4. 17, ὡς καὶ ὁ Πλάτ. ἐν Νόμ. 732C, Ἰσοκρ. 197B. II. εὐπραγία κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς ἁπλῆν ἐπιτυχίαν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 116B, Εὐθύδ. 281B περὶ αὐλημάτων εὐπρ. αὐτόθι 279Ε, πρβλ. Πρωτ. 345Α.

English (Slater)

εὐπρᾱγία prosperity, success πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας (O. 8.14) νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι (P. 7.18)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπραγία, Α και ιων. τύπος εὐπρηγίη)
νεοελλ.
η οικονομική ευεξία, η ευημερία
μσν.
η καλή, η ήρεμη κατάσταση
αρχ.
1. (και στον πληθ.) αἱ εὐπραγίαι
επιτυχία, ευτυχής έκβαση
2. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά
3. καλή πράξη, καλό έργο, καλή υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πραγία (< πέπραγα, παρακμ. του πράσσω), πρβλ. απραγία].

Greek Monotonic

εὐπρᾱγία: ἡ, = εὐπραξία, ευτυχία, ευημερία, ευπραγία, επιτυχία, σε Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐπρᾱγία, ἡ, [from εὐπραγέω = εὐπραξία]
well-doing, well-being, welfare, success, Thuc., etc.

German (Pape)

[ρᾱ], ἡ,
1 Glück im Handeln, guter Erfolg, überhaupt Glück, Pind. Ol. 8.14, P. 7.18; Plat. Rep. II.379b und öfter, er hat nur diese Form, vgl. εὐπραξία, auch bei Thuc. die gewöhnliche Form.
2 das gute, richtige Handeln, die Behandlung, περὶ αὐλημάτων εὐπραγίαν οἱ αὐληταὶ εὐτυχέστατοι Plat. Euthyd. 279e, der ib. 281b οὐ μόνον εὐτυχίαν, ἀλλὰ καὶ εὐπραγίαν ἡ ἐπιστήμη παρέχει ἐν πάσῃ κτήσει τε καὶ πράξει verbindet.

Lexicon Thucydideum

laetus eventus, res secundae, happy outcome, success, 1.84.2, 4.17.5, 4.64.4, 5.46.1, 7.46.1, 7.81.5, 7.86.4.

Translations

success

Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح‎; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה‎; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن‎; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني‎; Persian: موفقیت‎, سوکسه‎; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی‎; Uyghur: ئۇتۇق‎, مۇۋەپپەقىيەت‎; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה‎