παρεφάπτομαι

Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A touch on the side, c. gen., Plu.2.573f.    II touch upon, allude to, Phld.Mus.p.96 K., al.

German (Pape)

[Seite 519] obenhin, leicht berühren, τινός, Plut. de fato 9.

Greek (Liddell-Scott)

παρεφάπτομαι: ἀποθ., ἐγγίζω, προσψαύω τι ἐλαφρῶς, ὀλίγον, Πλούτ. 2. 573F.

French (Bailly abrégé)

effleurer, gén..
Étymologie: παρά, ἐφάπτομαι.

Greek Monolingual

Α
1. αγγίζω κάτι ελαφρά, μόλις που το αγγίζω
2. μτφ. θίγω ένα θέμα, αναφέρομαι σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

παρεφάπτομαι: слегка прикасаться, задевать (τινος Plut.).