κνεφάζω

Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(κνέφας)

   A cloud over, obscure, A.Ag.131 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1459] verdunkeln, Aesch. Ag. 132 μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάσῃ στόμιον Τροίας.

Greek (Liddell-Scott)

κνεφάζω: μέλλ. -άσω, (κνέφας) ἐπικαλύπτω διὰ νέφους, ἀμαυρώνω, σκοτίζω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 134.

French (Bailly abrégé)

obscurcir, acc..
Étymologie: κνέφας.

Greek Monolingual

κνεφάζω (Α) κνέφοις
καλύπτω με σκοτάδι, σκοτίζωοἷον μή τις ἄγα θεόθεν κνεφάση προτυπὲν στόμιον μέγα Τροίας», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κνεφάζω: μέλ. -άσω (κνέφας), επισκεπάζω με σύννεφα, επισκιάζω, σκοτεινιάζω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κνεφάζω: покрывать мраком, т. е. губить (στόμιον Τροίας Aesch.).