ζωπονέω

Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A represent alive, AP9.742 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1144] lebendig darstellen, ὄψιν ἔμπνοον Philp. 49 (IX, 742).

Greek (Liddell-Scott)

ζωπονέω: παριστάνω ζωντανά, τέχνα δ’ ἐζωπόνησεν ὄψιν ἔμπνοον Ἀνθ. Π. 9. 742.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre vivant à force d’art.
Étymologie: ζωός, πονέω.

Greek Monotonic

ζωπονέω: μέλ. -ήσω (ζώς), αναπαριστώ με ζωντάνια, αναπαριστώ με ακρίβεια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζωπονέω: оживлять, делать (словно) живым (ὄψιν ἔμπνοον Anth.).