ζωντάνια

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

και εσφ. γρ. ζωντάνεια, η ζωντανός
1. η ιδιότητα του ζωντανού, η ενεργητικότητα, η δραστηριότητα
2. μτφ. η ζωντανή απεικόνιση ή περιγραφή, γραπτή ή προφορική, η ενάργεια του ύφους.