ὀφθαλμόσοφος

Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A skilled in the eyes, an oculist, Luc.Lex.4.

German (Pape)

[Seite 426] augenkundig, der Augenarzt, Luc. Lexiph. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμόσοφος: -ον, σοφὸς τοὺς ὀφθαλμούς, ὀφθαλμικὸς ἰατρός, Λουκ. Λεξιφάν. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habile oculiste.
Étymologie: ὀφθαλμός, σόφος.

Greek Monolingual

ὀφθαλμόσοφος, -ον (Α)
σοφός στα σχετικά με τους οφθαλμούς, έμπειρος οφθαλμίατρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + σοφός.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμόσοφος: ὁ глазной врач Luc.