ὀφθαλμόσοφος

English (LSJ)

ὀφθαλμόσοφον, skilled in the eyes, an oculist, Luc.Lex.4.

German (Pape)

[Seite 426] augenkundig, der Augenarzt, Luc. Lexiph. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habile oculiste.
Étymologie: ὀφθαλμός, σόφος.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμόσοφος:глазной врач Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμόσοφος: -ον, σοφὸς τοὺς ὀφθαλμούς, ὀφθαλμικὸς ἰατρός, Λουκ. Λεξιφάν. 4.

Greek Monolingual

ὀφθαλμόσοφος, -ον (Α)
σοφός στα σχετικά με τους οφθαλμούς, έμπειρος οφθαλμίατρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + σοφός.