εως, ἡ,
A = παράρρυμα 1, A.Supp.715 (pl.).
παράρρῡσις: ἡ, ὅρα ἐν λ. παράρρυμα.
-εως, ἡ, Ατο παράρρυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ρρυσις (< ἐρύω [Ι] «σύρω»)].
παράρρῡσις: εως ἡ (= παράρρυμα1) корабельный щит (π. νεώς Aesch.).