ἰσάργυρος

Revision as of 09:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ον,

   A worth its weight in silver, πορφυρᾶς ἰ. κηκῖδα A.Ag.959, cf. Achae.5, Ephipp.21.4.

German (Pape)

[Seite 1263] silbergleich, dem Silber gleich an Werth; πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Aesch. Ag. 933; Achaeus bei Ath. XV, 689 b; B. A. 100 wird es πολύτιμος erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάργῠρος: -ον, ἔχων ἀξίαν ἀργύρου ἴσου βάρους, ἔστιν θάλασσα… τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα παγκαίνιστον, εἰμάτων βαφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· ἰσαργύρου τ’ ἐς χεῖρα κυπρίου λίθου δώσουσι κόσμον Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 689Β, πρβλ. Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 526D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pareil à de l’argent, qui vaut de l’argent.
Étymologie: ἴσος, ἄργυρος.

Greek Monolingual

ἰσάργυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση αξία με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῑδα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. παν-άργυρος, χρυσ-άργυρος].

Greek Monotonic

ἰσάργῠρος: -ον, αυτός που έχει αξία αργύρου ίσου βάρους, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσάργῠρος: ценимый на вес серебра, т. е. драгоценный (πορφύρας κηκίς Aesch.).