γλάφυ

Revision as of 09:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[ᾰ], τό, (γλάφω)

   A hollow, cavern, Hes.Op.533.

Greek (Liddell-Scott)

γλάφῠ: [ᾰ], τό, (γλάφω) κοιλότης, ὀπή, σπήλαιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 531.

Spanish (DGE)

(γλάφῠ) τό

• Prosodia: [-ᾰ-]
caverna, gruta Hes.Op.533, Hsch., Eust.178.33.

• Etimología: v. γλαφυρός.

Greek Monolingual

γλάφυ, το (Α)
κοιλότητα, σπηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλαφυρός.

Russian (Dvoretsky)

γλάφῠ: (ᾰ) τό пещера Hes.