θεατός

Revision as of 09:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be seen, S.Aj.915; θ. σοφοῖς [Ἔρως] Pl.Smp.197d, cf. Isoc.2.49; μόνῳ νῷ Pl.Phdr.247c; cf. θαητός.

German (Pape)

[Seite 1190] ή, όν, gesehen, sehenswerth; Soph. Ai. 915; τινί, Plat. Phaedr. 247 c; δέμας Anacr. 55, 12.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Σοφ. Αἴ. 914· τινι Πλάτ. Συμπ. 197D· τῷ νῷ ὁ αὐτ. Φαίδρ. 247C· πρβλ. θηητός, θαητός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 digne d’être contemplé;
2 visible.
Étymologie: θεάομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θεατός, -ή, -όν) θεώμαι
αυτός που φαίνεται, αυτός που μπορεί κανείς να τον δει, ο ορατός
αρχ.
(για αφηρημένες έννοιες) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να εξετάσει, να διακρίνει, να παρατηρήσει («θεατός μόνῳ νῷ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

θεᾱτός: -ή, -όν, αυτό που μπορεί να δει κάποιος, σε Σοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

θεᾱτός: [adj. verb. к θεάομαι
1) достойный лицезрения (σοφοῖς Plat.);
2) доступный узрению, видимый (τῷ νῷ Plat.): οὔτοι θ. Soph. (Эанта) нельзя видеть.