θηητός
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
θηητή, θηητόν, Ion. for θεατός, Dor. θᾱητός, gazed at, wondrous, admirable, Hes.Th.31, Tyrt.10.29, Call. Dian.141; θ. ἀγών, γυῖα, Pi.O.3.36, P.4.80: in later Ion. Prose θεητός Aret.CD1.4.
German (Pape)
[Seite 1206] ion. = θεατός, anzustaunen, bewundernswert, Hes. Th. 31.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d'admiration.
Étymologie: θηέομαι.
Russian (Dvoretsky)
θηητός: дор. θᾱητός 3 [adj. verb. к θηέομαι удивительный, поразительный (σκῆπτρον Hes.; δόμος, μέγαρον Pind.; ἄνθρωπος Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
θηητός: ή, όν. Ἰων. ἀντὶ θεατός, Δωρ. θᾱητός, ὃν θεᾶταί τις, θαυμαστός, θαυμάσιος, Λατ. spectandus, Ἡσ. Θ. 31, Τυρταῖ. 7. 29· θ. ἀγών, γυῖα, κτλ., Πίνδ. Ο. 3. 65, Π. 4. 141, κτλ.
Greek Monolingual
θηητός, -ή, -όν ιων. τ., θαητός, -ή, -όν δωρ. τ. (Α) θηέομαι
αυτός ο οποίος προκαλεί θαυμασμό ή έκπληξη σε όποιον τον βλέπει.
Greek Monotonic
θηητός: -ή, -όν, Ιων. αντί θεατός, Δωρ. θᾱητός, αυτός που παρατηρείται, θαυμαστός, αξιοθαύμαστος, Λατ. spectandus, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Middle Liddell
= θεατός
gazed at, wondrous, admirable, Lat. spectandus, Hes., Pind.