παῖγμα

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A play, sport, λωτὸς ὅταν . . παίγματα βρέμῃ whene'er the pipe sounds its sportive strains, E.Ba.161(lyr.); Λύδια π. λύρας Lyr.Alex.Adesp.37.15.    II 'child's play', τὸ τοιοῦτο π. τῶν λόγων Polystr.p.28 W.

German (Pape)

[Seite 438] τό, Spiel, Scherz, ἱερὰ παίγματα, Eur. Bacch. 160.

Greek (Liddell-Scott)

παῖγμα: τό, παίγνιον, παιδιά, διασκέδασις, λωτὸς ὅταν εὐκέλαδος παίγματα βρέμῃ, ὅταν ὁ αὐλὸς παίζῃ τοὺς παιγνιώδεις ἤχους του, Εὐρ. Βάκχ. 161.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
jeu.
Étymologie: παίζω.

Greek Monolingual

παῑγμα, -ατος, τὸ (Α)
1. παιχνίδι, διασκέδαση
2. αστεϊσμός, πείραγμα
3. φρ. «παῑγμα τῶν λόγων» — λογοπαίγνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παιγ- του παίζω (πρβλ. πέπαιγμα) + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

παῖγμα: τό (παίζω), παιχνίδι, διασκέδαση, διασκεδαστική δοκιμασία, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παῖγμα -ατος, τό [παίζω] spel.