προσπτήσσω

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A crouch or cower towards, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ep. pf. part. for προσπεπτηκυῖαι) headlands verging towards the harbour, i.e. shutting it in, Od.13.98.

German (Pape)

[Seite 779] von Buttmann angenommene Präsensform, um ποτιπεπτηυῖα abzuleiten, welches unter προσπίπτω nachzusehen ist.

Greek (Liddell-Scott)

προσπτήσσω: κλίνω πρός τι, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Ἐπικ. μετοχ. πρκμ. ἀντὶ προσπεπτηκυῖαι), ἀπόκρημνοι ἀκταὶ προσνεύουσαι, προσκλίνουσαι πρὸς τὸν λιμένα, δηλ. περικλείουσαι αὐτόν, Ὀδ. Ν. 98· - κατὰ τύπον ἠδύνατο νὰ ἀνήκῃ καὶ εἰς τὸ προσπίπτω, ὡς καὶ συχνάκις λαμβάνεται· ἀλλ’ ἴδε καταπτήσσω, ὑποπτήσσω.

Greek Monolingual

Α
παρουσιάζω κλίση προς μια διεύθυνση, κλίνω, γέρνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πτύσσω «ζαρώνω, κλίνω»].

Greek Monotonic

προσπτήσσω: μέλ. -ξω, σκύβω ή ζαρώνω προς τα κάπου, ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (Επικ. μτχ. παρακ. αντί προσπεπτηκυῖαι), ακρωτήρια κλίνουν προς το λιμάνι, δηλ. το περιβάλλουν, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

προσπτήσσω: дор. ποτιπτήσσω прислоняться: ἀκταὶ λιμένος ποτιπεπτηυῖαι (= * προσπεπτηκυῖαι) Hom. защищающие бухту скалистые берега.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πτήσσω hellen, alleen ep. ptc. perf.: ἀκταί... λιμένος ποτιπεπτηυῖαι voorgebergte dat afloopt naar de haven Od. 13.98.