συοκτόνος

Revision as of 10:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A slaying swine or boars, Call.Dian.216, Nonn. D.1.27.

Greek (Liddell-Scott)

συοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων χοίρους ἢ κάπρους, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 216, Νόνν. Δ. 1. 27.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, χοιρο-κτόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῠοκτόνος -ον [σῦς, κτείνω] zwijnendodend.