προσηχέω

Revision as of 10:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A resound or re-echo, Plu.Alex.31; θαλάττῃ with the sea, Philostr.Im.2.16, cf. VS1.7; κύματα π. αἰγιαλοῖς Them.Or.2.27b: also c. dat. pers., τούτων ῥημάτων ἐμοὶ -ηχούντων Chor. in Jahrb.9.188.    II c. acc., π. μέλος τῇ σύριγγι, τῷ Μουσηγέτῃ, Him.Ecl.12.8, Or.14.3.

German (Pape)

[Seite 765] dazu, damit, daran tönen, hallen, Plut. Alex. 31 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσηχέω: ἀντηχῶ, ἠχῶ, Πλουτ. Ἀλέξ. 31· θαλάττῃ, μετὰ τῆς θαλάσσης, Φιλόστρ. 833, πρβλ. 487.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
résonner auprès de ou contre.
Étymologie: πρός, ἠχέω.

Greek Monotonic

προσηχέω: μέλ. -ήσω, αντιλαλώ ή αντηχώ, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσηχέω [προσηχής] weerklinken.