κατάλαλος

Revision as of 11:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ὁ,

   A slanderer, Ep. Rom.1.30, POxy.1828r.3.

German (Pape)

[Seite 1358] der Einem Böses nachredet, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλᾰλος: ὁ, ὁ συκοφάντης, ὁ ἐναντίον τινὸς ὁμιλῶν, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
médisant, calomniateur.
Étymologie: κατά, λαλέω.

English (Strong)

from κατά and the base of λαλέω; talkative against, i.e. a slanderer: backbiter.

English (Thayer)

καταλαλου, ὁ, a defamer, evil speaker (A. V. back-biters): Hermas, sim. 6,5, 5 [ET]; also as adjective 8,7, 2 [ET]; 9,26, 7 [ET]).)

Greek Monolingual

κατάλαλος, ὁ (Α) καταλαλώ
αυτός που κατηγορεί, ο συκοφάντης.

Greek Monotonic

κατάλᾰλος: ὁ, συκοφάντης, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάλαλος -ου, ὁ [κατά, λάλος] kwaadspreker.