δίαιθρος

Revision as of 12:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A clear and fine, Plu.Sull.7; also, = δίυγρος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 579] ganz hell, heiter; neben ἀνέφελος Plut. Sull. 7. Davon

Greek (Liddell-Scott)

δίαιθρος: -ον, ἐντελῶς αἴθριος, ἀνέφελος, Πλούτ. Σύλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait clair ou serein (temps).
Étymologie: διά, αἴθρα.

Spanish (DGE)

-ον
claro, límpido ἐξ ἀνεφέλου καὶ διαίθρου τοῦ περιέχοντος del espacio sin nubes y límpido Plu.Sull.7, cf. Hsch.δ 1038.

Greek Monolingual

δίαιθρος, -ον (Α) αίθρη
ξάστερος, ανέφελος, αίθριος.

Greek Monotonic

δίαιθρος: -ον (αἴθρα), ολότελα καθαρός και αίθριος, ανέφελος, ξάστερος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δίαιθρος: ясный (ὁ ἀνέφελος καὶ δ. περιέχων Plut.).