λειόβατος

Revision as of 12:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ, a fish,

   A skate or ray, Pl.Com.137, Arist.HA566a32; another name for the ῥίνη acc. to Ath.7.312b: but distd. from the ῥίνη by Archestr.Fr.46.    II = ὁ ὁμαλὸς τόπος, Suid. Cf. λεώβατος.

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, die glatte Roche, Ath. VII, 319 e; Arist. H. A. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

λειόβᾰτος: ὁ, ἰχθύς τις ἐκ τῶν λευκοσάρκων ὅμοιος νάρκῃ, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 12· ἕτερον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ῥίνη κατὰ τὸν Ἀθήν. 312Β· πρβλ. Ἀρχέστρ. αὐτόθι 319Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
raie, poisson.
Étymologie: λεῖος, βαίνω.

Greek Monolingual

λειόβατος, ὁ (Α)
1. το ψάρι βατίς, το σελάχι, αλλ. βάτος
2. το ψάρι ρίνα
3. (κατά το λεξ. Σούδα) (ως άλλος τ. του λεώβατος, βατός από τον λαό) ο ομαλός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -βατος (< βαίνω), πρβλ. ηλιό-βατος, χαλκό-βατος].

Russian (Dvoretsky)

λειόβᾰτος: ὁ зоол. скат Arst.