κνύω

Revision as of 13:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A scratch, πόθῳ μου' κνῡεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ar.Th.481, cf. Men. 1021.

Greek (Liddell-Scott)

κνύω: (κνάω) κτυπῶ τι ἐλαφρῶς ὡς νὰ ξέω ἢ νὰ ψηλαφῶ αὐτό, πόθῳ μου ’κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 481· πρβλ. κνῦμα.

French (Bailly abrégé)

gratter.
Étymologie: DELG apparenté avec κναίω, κνίζω.

Greek Monolingual

κνύω (Α)
ψηλαφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. της μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»].

Russian (Dvoretsky)

κνύω: (ῡ) царапать(ся), скрести(сь): τὴν θύραν ἔκνυε Arph. он слегка постучался в дверь.